Αύξηση της τελικής τιμής στο προϊόν είχαμε φέτος για την κομπόστα ροδάκινου.
Από την άλλη η Ένωση Κονσερβοποιών Ελλάδος (ΕΚΕ) προβλέπει ότι αν έχουμε μια κανονική χρονιά ως προς το ύψος της παραγωγής και άριστη ποιότητα συμπύρηνου, η τιμή παραγωγού αναμένεται να κυμανθεί στα 0,33-0,35 ευρώ το κιλό.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του ΑγροΤύπου, σε σούπερ μάρκετ στη Γερμανία η κομπόστα που πέρσι είχε τιμή λιανικής στα 99 λεπτά φέτος έφτασε στα 1,69 ευρώ. Προβληματισμός υπάρχει αν οι καταναλωτές θα μπορέσουν – μέσα στην πανδημία και τα οικονομικά προβλήματα που έχει δημιουργήσει – να αγοράσει σε αυτή την τιμή το προϊόν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΕ, η αγορά της Άπω Ανατολής έχει μείωση των ελληνικών εξαγωγών (Ιαπωνία, Ν. Κορέα, Ινδονησία κ.α.), ενώ θεαματική μείωση έχουμε και στις εξαγωγές προς Μεγάλη Βρετανία λόγω ανταγωνισμού από τη Νότια Αφρική. Εξαγωγές με καλούς ρυθμούς γίνονται προς Ευρώπη και Λατινική Αμερική. Το θετικό είναι ότι φέτος έχουμε μειωμένη παραγωγή κομπόστας και δεν αναμένεται να υπάρξουν μεγάλα αποθέματα.
Το κόστος της ενέργειας έχει τριπλασιαστεί και δεν αναμένεται να μειωθεί τον επόμενο χρόνο. Ένα ακόμη πρόβλημα είναι το κόστος ναύλων που έχει αυξηθεί σημαντικά, όπως επίσης και οι καθυστερήσεις στις φορτώσεις και εκφορτώσεις των κοντέινερ στα μεγάλα λιμάνια. Πρόσφατα ζητήθηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ να εργάζονται οι λιμενεργάτες στην χώρα και τις νυκτερινές ώρες. Μεγάλο πρόβλημα είναι και το υψηλό κόστος στις συσκευασίες της κομπόστας που θα πρέπει να προμηθευτούν αυτή την εποχή τα εργοστάσια μεταποίησης.
Από την άλλη έχουμε σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής του συμπύρηνου ροδάκινου λόγω της αύξησης στην άρδευση, στα εφόδια και στο εργατικό. Κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να αυξηθεί και η τιμή παραγωγού την επόμενη χρονιά για να καλύψει το κόστος καλλιέργειας.
Όπως δηλώνει στον ΑγροΤύπο ο κ. Κώστας Αποστόλου, πρόεδρος της ΕΚΕ, με την ολοκλήρωση της χρονιάς, θεωρώ υποχρέωσή μου να προχωρήσω σε μια αποτίμηση των δραστηριοτήτων του κλάδου μας με στόχο την ενημέρωση των συνεργατών μας και κυρίως των παραγωγών, αλλά και την κατάθεση προβληματισμών για τη διαχείριση της χρονιάς που έρχεται.
Κύριο χαρακτηριστικό του προηγούμενου έτους ήταν η δραματικά μειωμένη παραγωγή, στο μισό περίπου μιας κανονικής χρονιάς.
Αυτό είχε ως συνέπεια τη θεαματική αύξηση της τιμής της α’ ύλης κατά 70% περίπου, ενώ παράλληλα και η ποιότητα ήταν ελάχιστα ικανοποιητική. Το κόστος αυτό, συνδυασμένο και με τις λοιπές αυξήσεις (κουτί, ενέργεια, ζάχαρη, μεταφορικά κλπ.) οδήγησε σε εντυπωσιακή αύξηση του τελικού κόστους τόσο της κομπόστας, όσο και των προϊόντων χυμού και κατάψυξης. Η αύξηση αυτή καλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό από την αύξηση των τιμών πώλησης λόγω της συνολικά μειωμένης προσφοράς.
Αναμένουμε πλέον να επιβεβαιωθεί η πρόθεση των τελικών καταναλωτών για αποδοχή των υψηλών τιμών των προϊόντων μας, ώστε η καινούργια χρονιά να μας βρει χωρίς αποθέματα. Υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι αυτό θα συμβεί.
Παράλληλα, άλλη μία χρονιά, η λειτουργία απειράριθμων κέντρων παραλαβής ενέτεινε τα προβλήματα στη διαχείριση του προϊόντος.
Όσον αφορά την επόμενη χρονιά, εκτιμάται ότι το ήδη αυξημένο κόστος παραγωγής θα εκτιναχθεί ακόμη περισσότερο, αφού θεωρούνται δεδομένες αυξήσεις στα υλικά παραγωγής (κουτιά κλπ.) όπως και στην ενέργεια, που θα ξεπεράσουν το 60%, σε σχέση με τη χρονιά που πέρασε.
Γνωρίζουμε ότι και οι παραγωγοί αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα (αυξήσεις εφοδίων, εργατικών, ενέργειας κλπ.). Απαιτείται λοιπόν να προσπαθήσουμε για την καλύτερη οργάνωση διαχείρισης του προϊόντος, για τη βελτίωση της απόδοσης και τη βελτίωση της ποιότητας.
Από την πλευρά της βιομηχανίας, είναι δεδομένη η πρόθεση να προμηθεύεται τα ροδάκινα μόνο από Ομάδες Παραγωγών – Συνεταιρισμούς και όποιους διαθέτουν κέντρα παραλαβής που λειτουργούν σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΥπΑΑΤ. Καλούμε τους παραγωγούς να στηρίξουν αυτούς τους φορείς και να δημιουργήσουν σταθερές σχέσεις με τις οργανώσεις τους και τη βιομηχανία.
Τέλος, είναι κατανοητό ότι υπάρχει προβληματισμός για την εξέλιξη της αξίας των προϊόντων και την κάλυψη του αυξημένου κόστους παραγωγής. Έχοντας την εκτίμηση ότι θα έχουμε μια κανονική χρονιά ως προς το ύψος της παραγωγής και άριστη ποιότητα συμπύρηνου, τα 0,33-0,35 ευρώ, ανά κιλό προϊόντος παραδοτέου στο εργοστάσιο μπορούν να θεωρηθούν ένα δίκαιο επίπεδο τιμής.