Μπορεί η ελληνική μεταποίηση να ολοκλήρωσε τον Ιούνιο με μία ακόμα άνοδο, ωστόσο οι ρυθμοί επέκτασης της παραγωγής, των νέων πωλήσεων και της αγοράς εισροών υποχώρησαν στο βραδύτερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2023, ενώ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη υποχώρησε επίσης στο πιο αδύναμο επίπεδο του 2024 μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του δείκτη PMI της S&P Global.
Οι συνθήκες λειτουργίας στην ελληνική μεταποίηση συνέχισαν να βελτιώνονται με ιστορικά υψηλούς ρυθμούς, με την παραγωγή και τις νέες παραγγελίες να αυξάνονται περαιτέρω. Οι παραγωγοί αγαθών συνέχισαν να προσλαμβάνουν πρόσθετο προσωπικό με σταθερό ρυθμό, παρά το ότι ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας αμβλύνθηκε, με τα ανεκτέλεστα έργα να μειώνονται περαιτέρω.
Παράλληλα, παραμένει ο αντίκτυπος των διαταραγμένων παγκόσμιων ναυτιλιακών οδών από τις επιθέσεις των Χούιο και ως εκ τούτου, το υψηλότερο κόστος μεταφοράς ώθησε στην αύξηση των λειτουργικών εξόδων. Οι ρυθμοί πληθωρισμού των τιμών των εισροών και των τελών παραγωγής παρέμειναν ιστορικά υψηλοί.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος δείκτης PMI σημείωσε 54 τον Ιούνιο και σηματοδοτεί μια σταθερή ανάκαμψη της υγείας της ελληνικής μεταποίησης στα μέσα του έτους. Ο ρυθμός βελτίωσης υποχώρησε, ωστόσο, για τρίτο συνεχόμενο μήνα και ήταν ο πιο αργός από τα τέλη του 2023.
Η αύξηση των νέων παραγγελιών παρέμεινε ισχυρή στο πλαίσιο των ιστορικών δεδομένων, καθώς οι συνθήκες ζήτησης φέρεται να παρέμειναν ευνοϊκές για τις πωλήσεις τον Ιούνιο. Ωστόσο, ο ρυθμός αύξησης αμβλύνθηκε και κατέστη ο ασθενέστερος μέχρι στιγμής το 2024, καθώς ορισμένες αναφορές για πιο υποτονική εμπιστοσύνη στους υφιστάμενους πελάτες αποδυνάμωσαν τη συνολική άνοδο.
Επιπλέον, οι νέες εξαγωγικές παραγγελίες αυξήθηκαν για έβδομο συνεχή μήνα, αλλά με οριακό μόνο ρυθμό που ήταν ο βραδύτερος από τον Δεκέμβριο του 2023. Στη συνέχεια, οι Έλληνες κατασκευαστές είδαν μια περαιτέρω, αν και ασθενέστερη, αύξηση της παραγωγής στα μέσα του έτους. Ο ρυθμός αύξησης υποχώρησε και πάλι από το πρόσφατο υψηλό του Μαρτίου, αλλά ήταν πολύ πάνω από τον μακροχρόνιο μέσο όρο της σειράς εν μέσω διατηρούμενης ζήτησης για ελληνικά προϊόντα.
Ελληνική μεταποίηση: Oι Χούθι έπληξαν τις εισροές
Ωστόσο, ο ελληνικός μεταποιητικός τομέας συνέχισε να πλήττεται από τις δυσκολίες των προμηθευτών. Οι επιδόσεις των προμηθευτών μειώθηκαν και πάλι τον Ιούνιο, με το βαθμό στον οποίο οι χρόνοι παράδοσης επιμηκύνθηκαν ο μεγαλύτερος από τον Μάρτιο. Παράλληλα με τα συνεχιζόμενα ναυτιλιακά προβλήματα, ορισμένες εταιρείες ανέφεραν ότι τα συμφορημένα λιμάνια στην Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Σιγκαπούρης, καθυστερούσαν τις παραδόσεις εισροών.
Οι καθυστερήσεις των προμηθευτών οδήγησαν σε υψηλότερο κόστος μεταφοράς για τις επιχειρήσεις, με αυτό και τις αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών να ανεβάζουν τον πληθωρισμό των τιμών των εισροών τον Ιούνιο. Ο ρυθμός του αύξησης του κόστους αμβλύνθηκε ελαφρώς σε σχέση με τον Μάιο, αλλά ήταν ο δεύτερος εντονότερος των τελευταίων 18 μηνών.
Ένα διευκολυντικό περιβάλλον πωλήσεων επέτρεψε στις ελληνικές επιχειρήσεις να αυξήσουν τις τιμές πώλησής τους με ιστορικά υψηλούς ρυθμούς στα μέσα του 2024. Οι επιχειρήσεις συνέχισαν να επιδιώκουν να είναι ανταγωνιστικές, ωστόσο, καθώς ο ρυθμός αύξησης υποχώρησε στον πιο αργό από τον περασμένο Νοέμβριο. Εν τω μεταξύ, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη χτυπήθηκε ελαφρώς τον Ιούνιο, καθώς ο βαθμός αισιοδοξίας υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων έξι μηνών. Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες κατασκευαστές ήταν ιστορικά αισιόδοξοι στις προοπτικές τους για την παραγωγή κατά το επόμενο έτος.
Επιπλέον, το θετικό κλίμα στήριξε την περαιτέρω δημιουργία θέσεων εργασίας. Η απασχόληση αυξήθηκε με έντονο ρυθμό, αν και τον βραδύτερο των τελευταίων τεσσάρων μηνών, καθώς οι επιχειρήσεις επεδίωκαν να εκκαθαρίσουν τα ανεκτέλεστα. Κατά συνέπεια,
το επίπεδο των εκκρεμών παραγγελιών μειώθηκε για ενδέκατο συνεχή μήνα και με εντονότερο ρυθμό.
Σύμφωνα με την ηπιότερη άνοδο των νέων παραγγελιών, οι κατασκευαστές μετρίασαν τον ρυθμό αύξησης των αγορών εισροών τον Ιούνιο. Οι επιχειρήσεις προσπάθησαν να μετριάσουν τις καθυστερήσεις στις παραδόσεις των προμηθευτών, με την αγοραστική δραστηριότητα να αυξάνεται με σταθερό ρυθμό. Παρ’ όλα αυτά, τόσο τα αποθέματα πριν όσο και τα αποθέματα μετά την παραγωγή μειώθηκαν, καθώς οι επιχειρήσεις προσπάθησαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των παραγγελιών.