Date:

Share:

Κυβερνητική παρέμβαση στην αγορά λιπασμάτων κοστίζει για τους αγρότες

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Λάδι στη φωτιά της περιορισμένης επάρκειας λιπασμάτων έρχεται να ρίξει η αιφνιδιαστική αλλαγή στάσης της κυβέρνησης ως προς τους κανόνες διάθεσης προϊόντων θρέψης στην εγχώρια αγορά, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που βλέπουν δάκτυλο ιδιωτικών συμφερόντων που θέλει να πετάξει εκτός ανταγωνισμού πολλές μικρές και μεσαίες εταιρείες παραγωγής και εμπορίας του κλάδου.

Κυβερνητική «παρέμβαση» στην αγορά λιπασμάτων κοστίζει για τους αγρότες

Οι εκπρόσωποι του ΣΠΕΛ με τους υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου είχαν φτάσει στο σημείο διευθέτησης μικρολεπτομερειών ώστε όλα να ήταν έτοιμα τον περασμένο Ιούλιο (16 Ιουλίου τέθηκε σε ισχύ ο καινούριος Ευρωπαϊκός Κανονισμός), για την μετάβαση από το παλιό κανονιστικό πλαίσιο σε μια νέα εθνική νομοθεσία που να συνδυάζει τόσο τις καινούριες διατάξεις που φέρνει η Κομισιόν, όσο και τις ιδιαίτερες ανάγκες θρέψης που εμφανίζει η ελληνική αγροτική παραγωγή. Ακόμα και η Κομισιόν, αντιλαμβανόμενη την έλλειψη καθολικότητας στον καινούριο κανονισμό για τα λιπάσματα αλλά και τον γραφειοκρατικό φόρτο που συνεπάγεται, έδωσε χαρακτήρα μη υποχρεωτικότητας στο νέο πλαίσιο που ήρθε να αντικαταστήσει τον παλιό ΕΚ 2003/2003 και όριζε τον τρόπο που κυκλοφορούσαν στην ελληνική αγορά πάνω από το 85% των κωδικών λιπασμάτων που αξιοποιούν οι αγρότες.

Και ξαφνικά, 15 ημέρες πριν μπει σε ισχύ ο νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1009/2019, το υπουργείο έπαψε να απαντά στα τηλέφωνα, έκλεισε σε ένα συρτάρι την έτοιμη ΚΥΑ που θα διευκόλυνε την αγορά και πέταξε το κλειδί, ενώ πλέον τηρεί σιγή ιχθύος περί των προθέσεών του. Την έκπληξη του κλάδου απέναντι σε αυτήν την στροφή 180 μοιρών περιέγραψαν σε συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα στις 22 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος του ΔΣ του ΣΠΕΛ, Δημήτρης Ρουσσέας και ο Γιάννης Βεβελάκης, μέλος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος της  Eurochem. 

Όπως θα εξηγήσει ο Γιάννης Βεβελάκης, για μια μεγάλη εταιρεία, η μετάβαση σε έναν νέο κανονισμό, είναι «βούτυρο στο ψωμί της», αφού διαθέτει τον μηχανισμό και τους πόρους ώστε να ενσωματώσει έγκαιρα τις καινούριες απαιτήσεις. «Και δεν πρόκειται για σημαντικές διαφορές. Τα ίδια προϊόντα θα κυκλοφορούν με τις ίδιες προδιαγραφές» θα εξηγήσει από την πλευρά του ο Δημήτρης Ρουσσέας.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η Eurochem έχει ήδη πιστοποιήσει κατά τις νέες προδιαγραφές το 90 με 95% των προϊόντων της, σύμφωνα με τον κ. Βεβελάκη. Ωστόσο ο Σύνδεσμος Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ) διατηρεί μια ενιαία στάση απέναντι σε αυτήν την αιφνιδιαστική συνθήκη. Και η συνθήκη είναι αιφνιδιαστική γιατί επί 1,5 χρόνο το υπουργείο διαβεβαίωνε ότι θα ενεργοποιηθεί έγκαιρα ο νέος εθνικός κανονισμός, κάτι το οποίο έγινε σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πολωνία.

«Όλες οι εταιρείες έχουν το ρόλο τους στην ελληνική αγορά λιπασμάτων» θα ξεκαθαρήσει ο κ. Βεβελάκης. Οι μικρότερες εταιρείες έρχονται να δώσουν προϊόντα κομμένα και ραμμένα στις ανάγκες των αγροτών και των εκμεταλλεύσεών τους και πλέον, με την νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία, αυτό καθίσταται αδύνατο. «Για αυτό και η Κομισιόν έδωσε τη δυνατότητα να λειτουργεί παράλληλα και ένας εθνικός κανονισμός που να μπορεί να εξυπηρετεί όλο το φάσμα της αγοράς. Είναι κάτι που ίσχυε και πριν. Δεν ζητάμε κάτι παράλογο» θα καταλήξει. Είναι άξια αναγνώρισης η δουλειά που έχουν ρίξει οι εταιρείες – μέλη του ΣΠΕΛ στο χωράφι, συντονίζοντας τις προσπάθειες των Ελλήνων αγροτών και εκπαιδεύοντάς τους στις νέες τεχνολογίες και πρακτικές που ενσωματώνουν τα νέας γενιάς λιπάσματα. Είναι μια πτυχή για την οποία μια μεγάλη βιομηχανία, που περιορίζεται στον εντοπισμό των πρώτων υλών, την μεταφορά και το σάκιασμα τους δεν θα ενδιαφερθεί.

Τα μέλη του ΔΣ του ΣΠΕΛ τόνισαν ότι ιδιαίτερα οι μικρές και μικρομεσαίες εγχώριες επιχειρήσεις για να ανταποκριθούν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας (ποικιλομορφία εδαφών, πολλές καλλιέργειες, πολλές γεωργικές εκμεταλλεύσεις) παράγουν πολλούς και διαφορετικούς τύπους λιπασμάτων. Με αυτόν τον τρόπο προφέρουν εργαλεία στον Έλληνα αγρότη και αυξάνουν την αξία των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων. «Εάν δεν εκδοθεί άμεσα η ΚΥΑ, ειδικά για αυτές τις περιπτώσεις των εταιρειών και των λιπασμάτων, αυξάνεται το διαχειριστικό κόστος, η ταχύτητα ανταπόκρισης στις ανάγκες του αγρότη και σίγουρα θα χαθούν εξειδικευμένες λύσεις θρέψης φυτών από την ελληνική γεωργία», εξήγησαν.

 Παράλληλα, η Διοίκηση του ΣΠΕΛ, αποκάλυψε ότι στην τελευταία συνάντηση με την Πολιτική Ηγεσία, τον Ιούλιο, αναφέρθηκε ότι ενσωματώνεται στην ΚΥΑ διάταξη που θα προβλέπει ότι αυτή θα ισχύει έως την 31η/12/2Ο22, δηλαδή για τρεις μόλις μήνες.

Σύσσωμο το ΔΣ του ΣΠΕΛ εξέφρασε την ομόθυμη αντίδραση επισημαίνοντας: «Η διάταξη δεν έχει λογική. Ο κλάδος των λιπασμάτων δεν ζητά μια απλή παράταση, αλλά ένα σταθερό εθνικό νομοθετικό πλαίσιο με επίκεντρο τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, του αγροτικού τομέα και της ελληνικής γεωργίας».

 Στη συνέντευξη τύπου, τονίστηκε ότι η έκδοση της εθνικής νομοθεσίας αποτελεί κοινό αίτημα όλων των μελών του ΣΠΕΛ, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε εταιρείας (μέγεθος εταιρείας, προέλευση κτλ), αναδεικνύει ότι τη σημαντικότητά της, αλλά και την ευθυγράμμιση του κλάδου στην ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας και στην ενίσχυση του Έλληνα αγρότη.

Η ανακοίνωση του ΣΠΕΛ αναφέρει:

Έλλειψη Εθνικού Νομοθετικού Πλαισίου στα Λιπάσματα:

Τα προβλήματα και οι Κίνδυνοι στην Ελληνική Αγορά

Μήνυμα στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων να προχωρήσει χωρίς περαιτέρω χρονοτριβή στη νομοθετική ρύθμιση για την κυκλοφορία πον Εθνικών Λιπασμάτων – Ανόργανων Λιπασμάτων Ελληνικών Προδιαγραφών, έστειλε η Διοίκηση του Συνδέσμου Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), που εκπροσωπεί πάνω από το 70% της αγοράς λιπασμάτων με 67 Εταιρείες Μέλη και 1.500 εργαζόμενους, σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε σήμερα, 22 Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα.

Ο Πρόεδρος, κ, Δημήτρης Ρουσσέας και τα Μέλη του ΔΣ, κ. Γιάννης Βεβελάκης, κα Ήλια Γάγγου, κ. Νίκος Κουτσούγερας και κ. Γιώργος Πάκος, παρουσία σύσσωμου του Διοικητικού Συμβουλίου και με την Γενική Διευθύντρια, Δρ. Φωτεινή Γιαννακοπούλου να συντονίζει τη συζήτηση, τόνισαν ότι «κάθε ημέρα που περνά χωρίς Εθνικό Νομοθετικό πλαίσιο προκαλεί σημαντικά προβλήματα στους Έλληνες Αγρότες, τις επιχειρήσεις και κυρίως τις μικρές και μικρομεσαίες, καθώς και στην Εθνική Οικονομία συνολικά», ενώ έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για «επικείμενες ελλείψεις προϊόντων λίπανσης και αύξηση του κόστους» εξ αυτού του λόγου.

«Η καθυστέρηση στην έκδοση της απαραίτητης Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) των Υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων και Οικονομικών που θα ορίζει τις προϋποθέσεις κυκλοφορίας των εθνικών λιπασμάτων — Ανόργανων Λιπασμάτων Ελληνικών Προδιαγραφών είναι ακατανόητη και αδικαιολόγητη, πολύ περισσότερο καθώς η ΚΥΑ έχει ήδη προετοιμαστεί επαρκώς από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου, το Γενικό Χημείο του Κράτους και την Τεχνική Γνωμοδοτική Επιτροπή Λιπασμάτων (ΤΕΓΕΛ)», επισήμανε ο Πρόεδρος του ΣΠΕΛ.

Αποκάλυψε μάλιστα ότι «σε συναντήσεις και σε επικοινωνίες που είχε ο Σύνδεσμος με την Πολιτική Ηγεσία είχε λάβει κατ’ επανάληψη τη διαβεβαίωση ότι η ΚΥΑ θα εκδοθεί. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, ούτε αιτιολόγηση για την καθυστέρηση υπογραφής της ΚΥΑ και το νομοθετικό κενό που συνεπώς προέκυψε».

Όπως εξήγησε ο κ. Ρουσσέας, «0ι συζητήσεις για την έκδοση της ΚΥΑ γίνονται εδώ και 1/5 χρόνο. Η ανάγκη της έκδοσης αυτής της εθνικής νομοθετικής ρύθμισης (ΚΥΑ) προέκυψε γιατί από τις 16 Ιουλίου 2022 τέθηκε σε ισχύ ο Νέος Κανονισμός για τα Προϊόντα Λίπανσης, Καν. ΕΕ 1009/2019, καταργώντας τον προηγούμενο Κανονισμό ΕΚ 2003/2003. Ο προηγούμενος Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2003/2003, που ίσχυε την τελευταία 20ετία, όριζε τον τρόπο που κυκλοφορούν τα Ανόργανα Λιπάσματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% των λιπασμάτων που κυκλοφορούν στην Ελληνική Αγορά».

«Ο νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός, αντίθετα με τον προηγούμενο, δεν προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή του, αλλά δίνει τη δυνατότητα στα Κράτη Μέλη να κυκλοφορούν προϊόντα λίπανσης είτε με βάση τον ίδιο τον Κανονισμό ΕΕ 1009/2019, είτε με βάση την Εθνική τους Νομοθεσία. Αυτή τη δυνατότητα, της προαιρετικής εναρμόνισης, έχουν ήδη αξιοποιήσει όμορες και ανταγωνιστικές χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλες. Τον ίδιο δρόμο μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει και η Ελλάδα προχωρώντας στην έκδοση ΚΥΑ, ώστε όσα προϊόντα λίπανσης υπάγονταν στον Κανονισμό ΕΚ 2003/2003, στη βάση συγκεκριμένων τροποποιήσεων, να ενταχθούν στις προβλέψεις της ΚΥΑ ως Εθνικά λιπάσματα»

Ο Πρόεδρος ξεκαθάρισε ότι «o ΣΠΕΛ και τα μέλη του δεν είναι αντίθετοι με το Νέο Κανονισμό και έχουν ήδη μεριμνήσει για την εκπαίδευση των στελεχών των εταιρειών μελών του. Προφανώς, όμως, χρειάζεται χρόνος, ευελιξία και η δυνατότητα επιλογών από πλευράς των επιχειρήσεων», υπογράμμισε και πρόσθεσε με έμφαση: «Η ΚΥΑ είναι αναγκαία για τη λιπασματοβιομηχανία, ώστε οι επιχειρήσεις να επιλέγουν ανάλογα με τις ανάγκες των Ελλήνων αγροτών ποια προϊόντα λίπανσης θα ακολουθήσουν την ευρωπαϊκή και ποια την εθνική νομοθεσία. Σε κάθε περίπτωση, η ποιότητα των λιπασμάτων είναι ίδια ανεξάρτητα με το νομοθετικό πλαίσιο που θα υιοθετηθεί».

Στη συνέντευξη τύπου επισημάνθηκε ότι «η μη έκδοση της ΚΥΑ περιορίζει την εύρεση προμηθευτών πρώτων υλών και τελικών προϊόντων από τους παραγωγούς και εμπόρους λιπασμάτων, δηλαδή διαφαίνεται ότι θα υπάρχουν λιγότερα διαθέσιμα λιπάσματα για τους Έλληνες αγρότες, άρα λιγότερες επιλογές, εξέλιξη που, αναπόφευκτα, θα επηρεάσει το κόστος παραγωγής. Επίσης, μεγάλο πλήγμα αναμένεται να δεχτούν και οι εξαγωγές των ελληνικών εταιρειών (οι Ελληνικές Επιχειρήσεις εξάγουν κυρίως στα Βαλκάνια, στην Κύπρο και στη Μέση Ανατολή). Όταν ένα λίπασμα κυκλοφορεί σε κάποιο Κράτος Μέλος, πιο εύκολα εγκρίνεται από τις εθνικές νομοθεσίες των χωρών που είναι εκτός ΕΕ. Συνεπώς, μην έχοντας «εθνικά λιπάσματα», χάνεται ένα εθνικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα».

Τα μέλη του ΔΣ του ΣΠΕΛ τόνισαν ότι ιδιαίτερα οι μικρές και μικρομεσαίες εγχώριες επιχειρήσεις για να ανταποκριθούν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας (ποικιλομορφία εδαφών, πολλές καλλιέργειες, πολλές γεωργικές εκμεταλλεύσεις) παράγουν πολλούς και διαφορετικούς τύπους λιπασμάτων. Με αυτόν τον τρόπο προφέρουν εργαλεία στον Έλληνα αγρότη και αυξάνουν την αξία των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων. «Εάν δεν εκδοθεί άμεσα η ΚΥΑ, ειδικά για αυτές τις περιπτώσεις των εταιρειών και των λιπασμάτων, αυξάνεται το διαχειριστικό κόστος, η ταχύτητα ανταπόκρισης στις ανάγκες του αγρότη και σίγουρα θα χαθούν εξειδικευμένες λύσεις θρέψης φυτών από την ελληνική γεωργία», εξήγησαν.

Παράλληλα, η Διοίκηση του ΣΠΕΛ, αποκάλυψε ότι στην τελευταία συνάντηση με την Πολιτική Ηγεσία, τον Ιούλιο, αναφέρθηκε ότι ενσωματώνεται στην ΚΥΑ διάταξη που θα προβλέπει ότι αυτή θα ισχύει έως την 31η/12/2Ο22».

Σύσσωμο το ΔΣ του ΣΠΕΛ εξέφρασε την ομόθυμη αντίδραση επισημαίνοντας: «Η διάταξη δεν έχει λογική. Ο κλάδος των λιπασμάτων δεν ζητά μια απλή παράταση, αλλά ένα σταθερό εθνικό νομοθετικό πλαίσιο με επίκεντρο τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, του αγροτικού τομέα και της ελληνικής γεωργίας».

Στη συνέντευξη τύπου, τονίστηκε ότι η έκδοση της εθνικής νομοθεσίας αποτελεί κοινό αίτημα όλων των μελών του ΣΠΕΛ, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε εταιρείας (μέγεθος εταιρείας, προέλευση κτλ), αναδεικνύει ότι τη σημαντικότητά της, αλλά και την ευθυγράμμιση του κλάδου στην ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας και στην ενίσχυση του Έλληνα Αγρότη.

Ο ΣΠΕΛ

Ο ΣΠΕΛ (Σύνδεσμος Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων), ιδρύθηκε το 1995 και αριθμεί 67 Εταιρείες – Μέλη που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, διακίνηση και εμπορία λιπασμάτων και προϊόντων θρέψης στη χώρα μας. Συγκεκριμένα, εκπροσωπεί το σύνολο σχεδόν των Ελληνικών Εταιρειών και των πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας εκπροσωπώντας πάνω από το 70% της Ελληνικής Αγοράς. Περιλαμβάνει εταιρείες που παράγουν όλους τους τύπους λιπασμάτων και είναι μεγάλες, μικρομεσαίες και μικρές εταιρείες. οι Εταιρείες – Μέλη του ΣΠΕΛ διαχρονικά είναι αυτές που έχουν φέρει στην Ελληνική Αγορά καινοτόμες τεχνολογίες και πρωτοπόρα προϊόντα θρέψης και λιπάσματα, καθώς και ολοκληρωμένες λύσεις για την ανάπτυξη της Ελληνικής Γεωργίας και την αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων θρέψης των καλλιεργειών της χώρας μας.

Πηγή

ΔΗΜΟΦΙΛΗ