Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ο νέος νόμος 5144/2024 με τίτλο: «Κώδικας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», όπου επί των άρθρων 48 και 49 έχει συγκεκριμένες προβλέψεις για τους αγρότες.
Άρθρο 48
Ειδικό καθεστώς αγροτών
1. Οι αγρότες, οι οποίοι κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν προς οποιοδήποτε πρόσωπο παραδόσεις αγροτικών προϊόντων καθώς και παροχές αγροτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 49, των οποίων η αξία αθροιστικά ήταν κατώτερη των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις των οποία η αξία ήταν κατώτερη των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, δύνανται, αντί της εφαρμογής του κανονικού καθεστώτος, να εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου με την επιφύλαξη της παρ. 2.
Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου ως αξία για τις παραδόσεις αγροτικών προϊόντων και τις παροχές αγροτικών υπηρεσιών λαμβάνεται αυτή που προκύπτει από τα οικεία νόμιμα λογιστικά στοιχεία (παραστατικά), εφόσον η παραγωγή προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών προέρχονται από εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων που είτε ανήκουν στον αγρότη κατά κυριότητα είτε ο αγρότης έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσης με οποιαδήποτε έννομη σχέση. Σε περίπτωση παράδοσης αγροτικών προϊόντων από τρίτους υποκείμενους στον φόρο, για λογαριασμό των παραγωγών αγροτών, η παραπάνω αξία λαμβάνεται χωρίς φόρο και προμήθεια. Για τον προσδιορισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη και αυτή που αναγράφεται στο ειδικό στοιχείο της παρ. 5.
2. Δεν εντάσσονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου, αλλά στο κανονικό καθεστώς, οι αγρότες που:
α) ασκούν τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και παρέχουν τις αγροτικές υπηρεσίες του άρθρου 49, με τη μορφή εταιρείας οποιουδήποτε τύπου ή αγροτικών συνεταιρισμών,
β) πωλούν αγροτικά προϊόντα παραγωγής τους ύστερα από επεξεργασία που μπορεί να προσδώσει σε αυτά χαρακτήρα βιομηχανικών ή βιοτεχνικών προϊόντων,
γ) ασκούν παράλληλα και άλλη οικονομική δραστηριότητα, για την οποία έχουν υποχρέωση να τηρούν λογιστικά αρχεία (βιβλία),
δ) παραδίδουν προϊόντα παραγωγής τους από λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις των προϊόντων τους προς άλλο κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 29 και 33 αντίστοιχα.
3. Οι αγρότες που εντάσσονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου δεν επιβαρύνουν με ΦΠΑ τις παραδόσεις των αγαθών και τις παροχές των υπηρεσιών της παρ. 1 και δικαιούνται επιστροφής του ΦΠΑ που επιβάρυνε τις αγορές αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποίησαν για την άσκηση της αγροτικής τους εκμετάλλευσης ή την παροχή αγροτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5.
4. Το ποσό της επιστροφής προκύπτει με την εφαρμογή κατ’ αποκοπή συντελεστή έξι τοις εκατό (6%) στην αξία των παραδιδόμενων αγαθών και των παρεχόμενων υπηρεσιών της παρ. 1 προς άλλους υποκείμενους στον φόρο. Για την επιστροφή υποβάλλεται δήλωση – αίτηση επιστροφής.
5. Η παρ. 4 δεν εφαρμόζεται για παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών της παρ. 1 προς άλλους αγρότες ενταγμένους στο καθεστώς του παρόντος άρθρου, ή προς μη υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα. Για τις πράξεις του πρώτου εδαφίου εκδίδεται ειδικό στοιχείο που περιλαμβάνει το είδος, την ποσότητα και την αξία των παραδιδόμενων αγαθών, ή το είδος και την αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών.
6. Οι αγρότες που επιθυμούν την ένταξή τους στο καθεστώς του παρόντος άρθρου, κατά την έναρξη αγροτικών εκμεταλλεύσεων και υπηρεσιών του άρθρου 49, υποβάλλουν δήλωση ένταξης σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, ν. 5104/2024, Α’ 58).
Οι αγρότες του κανονικού καθεστώτος που επιθυμούν την υπαγωγή στο καθεστώς του παρόντος άρθρου υποβάλλουν δήλωση μεταβολών σύμφωνα με τον ΚΦΔ αποκλειστικά από την έναρξη του φορολογικού έτους, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται τα κριτήρια της παρ. 1 και δεν υφίστανται οι περιορισμοί της παρ. 2.
Η υποχρέωση των προηγούμενων εδαφίων καταλαμβάνει και τους αγρότες που πραγματοποιούν αποκλειστικά τις πράξεις της παρ. 5.
Η δήλωση ένταξης στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου υποβάλλεται πριν από την υποβολή της δήλωσης – αίτησης επιστροφής της παρ. 4. Προκειμένου να παρέχεται δικαίωμα επιστροφής για παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών της παρ. 1 που πραγματοποιήθηκαν κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος η δήλωση ένταξης στο καθεστώς υποβάλλεται με δηλούμενη ημερομηνία τουλάχιστον την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου φορολογικού έτους.
Οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του παρόντος άρθρου υποβάλλουν δήλωση για την απένταξή τους από αυτό, η οποία μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ, με την επιφύλαξη της διακοπής της αγροτικής εκμετάλλευσης κατά τον χρόνο απένταξης.
7. Κατά τη μετάταξη από το κανονικό καθεστώς στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου οι μετατασσόμενοι έχουν υποχρέωση:
α) Να υποβάλλουν, μέσα σε δύο (2) μήνες από τη μετάταξη, δήλωση αποθεμάτων μετάταξης, που να περιλαμβάνει:
αα) τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται όσα έχουν συλλεχθεί, οι ηρτημένοι καρποί και οι καλλιέργειες που βρίσκονται σε εξέλιξη,
αβ) τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής, όπως σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, ζωοτροφών και λοιπών συναφών, κατά συντελεστή φόρου,
αγ) τα αγαθά επένδυσης, εφόσον χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της επιχείρησης και δεν παρήλθε η πενταετής περίοδος του διακανονισμού του άρθρου 38.
Τα αποθέματα της υποπερ. αα) απογράφονται σε τιμές πώλησης κατά τον χρόνο της μετάταξης και τα αποθέματα των υποπερ. αβ) και αγ) απογράφονται σε τιμές κόστους.
β) Να καταβάλλουν τον φόρο:
βα) που αναλογεί στα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, τα οποία θεωρούνται ως παραδόσεις αγαθών κατά τον χρόνο της μετάταξης, υποκείμενων στον φόρο με την εφαρμογή του κατ’ αποκοπή συντελεστή,
ββ) που έχουν επιβαρυνθεί τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής, καθώς και τα αγαθά επένδυσης κατά το μέρος του φόρου που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη του διακανονισμού.
γ) Να υποβάλλουν έκτακτη δήλωση ΦΠΑ για την καταβολή του φόρου που προκύπτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περ. β), μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν που υποβάλλεται η δήλωση αποθεμάτων μετάταξης.
8. Τα άρθρα 35, 36 και 37 δεν εφαρμόζονται για τους αγρότες που υπάγονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου. Το ίδιο ισχύει και για τα άρθρα 41 και 43, με εξαίρεση τις υποχρεώσεις που αφορούν σε ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών.
9. Οι αγρότες που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους και επιθυμούν να υπαχθούν στο κανονικό καθεστώς υποβάλλουν δήλωση έναρξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΦΔ. Οι αγρότες που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου μετατάσσονται στο κανονικό καθεστώς, προαιρετικά ή υποχρεωτικά, με υποβολή δήλωσης μεταβολών σύμφωνα με τον ΚΦΔ. Η μη υποβολή της δήλωσης μεταβολών δεν επηρεάζει την υποχρεωτική μετάταξη στο κανονικό καθεστώς. Η μετάταξη στο κανονικό καθεστώς πραγματοποιείται υποχρεωτικά, από την έναρξη του επόμενου φορολογικού έτους σε περίπτωση μη πλήρωσης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παρ. 1 εντός του τρέχοντος φορολογικού έτους, ή από τον χρόνο που συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις περ. α) έως δ) της παρ. 2. Η μετάταξη στο κανονικό καθεστώς πραγματοποιείται προαιρετικά σε οποιοδήποτε χρόνο. Σε περίπτωση που η προαιρετική μετάταξη πραγματοποιείται από την έναρξη του φορολογικού έτους, η δήλωση υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στον ΚΦΔ και δεν δύναται να ανακληθεί πριν από την πάροδο τριετίας. Σε περίπτωση που η προαιρετική μετάταξη πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους ισχύει αποκλειστικά από την ημερομηνία υποβολής της ανωτέρω δήλωσης και δεν δύναται να ανακληθεί πριν από την πάροδο τριετίας, η οποία αρχίζει από την έναρξη του επόμενου από τη μετάταξη φορολογικού έτους.
10. Αν η ένταξη στο κανονικό καθεστώς πραγματοποιείται εντός του φορολογικού έτους, οι αγρότες έχουν δικαίωμα επιστροφής, σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5, για πράξεις που πραγματοποιούνται από τον χρόνο ένταξής τους στο καθεστώς του παρόντος άρθρου και έως την ένταξή τους στο κανονικό καθεστώς.
11. Κατά τη μετάταξη από το ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου στο κανονικό καθεστώς οι μετατασσόμενοι έχουν:
α) Υποχρέωση να υποβάλλουν, μέσα σε δύο (2) μήνες από τη μετάταξη, δήλωση αποθεμάτων μετάταξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περ. α) της παρ. 7.
β) Δικαίωμα έκπτωσης του φόρου:
βα) που αναλογεί στα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, τα οποία θεωρούνται ως αγορές του κανονικού καθεστώτος, κατά τον χρόνο της μετάταξης, με την εφαρμογή του κατ’ αποκοπή συντελεστή,
ββ) που έχουν επιβαρυνθεί τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής, καθώς και τα αγαθά επένδυσης κατά το μέρος του φόρου που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη του διακανονισμού. Ο φόρος αυτός εκπίπτει με τη δήλωση ΦΠΑ που αφορά στη φορολογική περίοδο εντός της οποίας υποβάλλεται η δήλωση αποθεμάτων μετάταξης.
12. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να ορίζεται ότι:
α) η επιστροφή του φόρου ενεργείται από τον αγοραστή των αγροτικών προϊόντων ή τον λήπτη των αγροτικών υπηρεσιών, και
β) οι αγροτικοί συνεταιρισμοί συνιστούν φορείς που μεσολαβούν στην υποβολή των δηλώσεων – αιτήσεων επιστροφής και γενικά στη διαδικασία επιστροφής του φόρου.
13. Με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ ορίζονται:
α) Ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής της δήλωσης – αίτησης επιστροφής, ο τύπος και το περιεχόμενο αυτής, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, καθώς και κάθε σχετικό θέμα για την εκκαθάριση και την απόδοση του επιστρεπτέου φόρου.
β) Ο τύπος και το περιεχόμενο του ειδικού στοιχείου που προβλέπει η παρ. 5, καθώς και κάθε άλλο διαδικαστικό θέμα.
γ) Ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης αποθεμάτων που προβλέπει το παρόν άρθρο, καθώς επίσης τα συνυποβαλλόμενα με αυτές στοιχεία.
Άρθρο 49
Αγρότες, αγροτικά προϊόντα, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και υπηρεσίες
Για την εφαρμογή του άρθρου 48 θεωρούνται:
1. Ως αγρότες, αυτοί που ασκούν προσωπικά ή με τα μέλη της οικογένειάς τους ή με μισθωτούς ή εργάτες τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και υπηρεσίες των παρ. 3 και 4.
2. Ως αγροτικά προϊόντα, τα αγαθά που παράγονται από τους αγρότες στο πλαίσιο των αγροτικών τους εκμεταλλεύσεων.
3. Ως αγροτικές εκμεταλλεύσεις:
α) η γεωργία γενικά και ιδίως η καλλιέργεια δημητριακών, κηπευτικών, καπνού, βαμβακιού, οπωροφόρων και καρποφόρων δέντρων, αρωματικών και διακοσμητικών φυτών, η αμπελουργία, η ανθοκομία, η παραγωγή μανιταριών, μπαχαρικών, σπόρων και φυτών,
β) η εκτροφή ζώων γενικά, στην οποία περιλαμβάνονται ιδίως η κτηνοτροφία, η πτηνοτροφία, η κονικλοτροφία, η μελισσοκομία, η σηροτροφία και η σαλιγκαροτροφία,
γ) η δασοκομία γενικά,
δ) η αλιεία σε γλυκά νερά, η ιχθυοτροφία, η βατραχοτροφία, η καλλιέργεια μυδιών, στρειδιών και η εκτροφή μαλακίων και μαλακοστράκων,
ε) οι μεταποιητικές δραστηριότητες του αγρότη, που πραγματοποιούνται με συνήθη μέσα, στο πλαίσιο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, σε προϊόντα τα οποία προέρχονται κατά κύριο λόγο από την αγροτική του παραγωγή.
4. Ως αγροτικές υπηρεσίες, οι παρεχόμενες από τους αγρότες με χειρωνακτική εργασία ή με το συνήθη εξοπλισμό της εκμετάλλευσής τους, οι οποίες συμβάλλουν στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Στις υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνονται κυρίως:
α) οι εργασίες σποράς και φύτευσης, καλλιέργειας, θερισμού, αλωνίσματος, δεματοποίησης, περισυλλογής και συγκομιδής,
β) οι εργασίες προπαρασκευής για την πώληση προϊόντων, όπως η διαλογή, η ξήρανση, ο καθαρισμός, η άλεση, η έκθλιψη, η απολύμανση, η συσκευασία και η αποθήκευση,
γ) η φύλαξη, η πάχυνση και η εκτροφή ζώων,
δ) η μίσθωση μηχανικών μέσων και εξοπλισμού γενικά, που χρησιμοποιούνται στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις,
ε) η τεχνική βοήθεια,
στ) η καταπολέμηση επιβλαβών φυτών και ζώων, καθώς και ο ψεκασμός φυτών και εδάφους,
ζ) η χρησιμοποίηση αρδευτικών, αποξηραντικών μέσων και εξοπλισμού,
η) η υλοτομία, η κοπή ξύλων, καθώς και άλλες δασοκομικές υπηρεσίες.
5. Σε κάθε περίπτωση ως αγροτικά προϊόντα και αγροτικές υπηρεσίες νοούνται τα αγαθά και οι υπηρεσίες του Παραρτήματος IV.
Διαβάστε το ΦΕΚ εδώ