«Η Ελλάδα στο παρελθόν είχε απόλυτη επάρκεια σε όλα τα είδη των δημητριακών και ζάχαρης, την οποία πρέπει να επανακτήσει, ακόμα και εάν αρχικά το κόστος δεν είναι ανταγωνιστικό σε διεθνές επίπεδο».
Σε βάθος διετίας αναμένεται η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, όπως τονίζει ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης, στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη που παραχώρησε στο sofokleousin.
Για το ενεργειακό σημειώνει πως αποτελεί γρίφο για τα κράτη της ΕΕ, υποστηρίζει ωστόσο ότι οι έμποροι χονδρικής και λιανικής στην ΕΕ απορροφούν μέρος των αυξήσεων του κόστους. Προσθέτει ωστόσο πως για την ακρίβεια θα πρέπει να υπάρξει μια «συνολική παρέμβαση» από πλευράς ΕΕ ενώ προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η ανατροπή μιας αυξανόμενης τάσης νέων εθνικών φραγμών και η αντιμετώπιση του κατακερματισμού της αγοράς.
Ο κ. Κορκίδης εκτιμά ότι υγιείς επιχειρήσεις κινδυνεύουν να καταστούν ζημιογόνες αν δεν εξελιχθούν και δεν επενδύουν προκειμένου να είναι ανταγωνιστικές ενώ δίνει έμφαση στην αναζήτηση και αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων που θα στηρίξουν τις επενδύσεις. Μάλιστα τονίζει ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ θα πρέπει να αξιοποιηθούν μέχρι και το τελευταίο ευρώ καθώς μπορούν να τονώσουν την εγχώρια επιχειρηματικότητα.
Ωστόσο, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του κ Κορκίδη ο οποίος υποστηρίζει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να στρέψει, εκ νέου, το βλέμμα στο «αγροτικό επιχειρείν». Στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη αύξηση της εγχώριας παραγωγής σημειώνοντας πως μέχρι να επιτευχθεί αυτό επιβάλλεται να μεσολαβήσει το μεταβατικό στάδιο της αποθήκευσης, ώστε να μην υπάρξει καμιά ανασφάλεια.
Αναλυτικά η απάντηση του προέδρου του ΕΒΕΠ:
Παρακολουθείτε τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στην εφοδιαστική αλυσίδα με τις απαγορεύσεις εξαγωγών, τα αυξημένα κόστη μεταφοράς, τις ανατιμήσεις σε λιπάσματα και ζωοτροφές. Πιστεύετε ότι θα υπάρχει επισιτιστική κρίση από Σεπτέμβριο και πώς θα μπορούσαμε να ενεργήσουμε προληπτικά για να αποφύγουμε ένα τέτοιο δυσάρεστο ενδεχόμενο;
Έχω υποστηρίξει και εξακολουθώ να υποστηρίζω ότι η Ελλάδα θα πρέπει να στρέψει, εκ νέου, το βλέμμα στο «αγροτικό επιχειρείν». Να το δει από άλλη οπτική γωνία. Εκείνη που «επέβαλε» η Ρωσο-Ουκρανική κρίση. Η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, ως απότοκο της Ρωσο-Ουκρανικής σύρραξης, μετέβαλε άρδην το «τοπίο» σηματοδοτώντας μια κρίση που επί της ουσίας απειλεί την επισιτιστική ασφάλεια, καθώς τα βασικά κόστη παραγωγής «από το χωράφι μέχρι το ράφι» άλλαξαν δραματικά.
Πρόσφατα, η κυβέρνηση αντιδρώντας με ψυχραιμία έναντι της ασύμμετρης απειλής που αντιμετωπίζουν οι αγρότες και οι αγροτικές επιχειρήσεις, ανακοίνωσε σειρά μέτρων στήριξης του πρωτογενούς τομέα. Μέχρι εδώ καλά. Ωστόσο πλέον, οφείλουμε να αξιοποιήσουμε και το τελευταίο στρέμμα καλλιεργήσιμης γης. Η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική πηγή ειδών αγροδιατροφής και ιδιαιτέρως δημητριακών, μπορεί κάλλιστα να γίνει σε εύλογο χρονικό διάστημα η εγχώρια παραγωγή μας. Άλλωστε, ήδη παράγουμε σημαντικές ποσότητες σκληρού σιταριού που εξάγουμε, καθώς και μαλακού σιταριού, κριθαριού, καλαμποκιού, βρώμης αλλά και ηλιόσπορου που μπορούν άμεσα να αυξηθούν, ώστε να καλύπτουν τουλάχιστον την εσωτερική μας κατανάλωση.
Εάν λοιπόν θέλουμε ένα βιώσιμο επισιτιστικό μέλλον για την χώρα μας θα πρέπει να κοιτάξουμε με θέα την Θεσσαλία, την Μακεδονία και την Θράκη, ώστε να αξιοποιήσουμε κάθε στρέμμα και κάθε δυνατότητα ποιοτικής ελληνικής παραγωγής μαλακού σίτου που καλλιεργείται σε ψυχρά κλίματα. Η Ελλάδα στο παρελθόν είχε απόλυτη επάρκεια σε όλα τα είδη των δημητριακών και ζάχαρης, την οποία πρέπει να επανακτήσει, ακόμα και εάν αρχικά το κόστος δεν είναι ανταγωνιστικό σε διεθνές επίπεδο.
Οι πρόσφατες εξελίξεις άλλωστε μας απέδειξαν πως η διατροφική αυτονομία κάθε ευρωπαϊκής χώρας δύσκολα κοστολογείται. Πριν ένα χρόνο, η ελληνική παραγωγή ενός τόνου σιταριού είχε κόστος 270 ευρώ, ενώ η χονδρεμπορική τιμή πώλησης ήταν 286 ευρώ με αποτέλεσμα να λένε στάρι σπέρνεις, χρυσάφι θερίζεις.
Άραγε σήμερα, με την τιμή του σιταριού κοντά στα 400 ευρώ ο τόνος, την καταστροφή της παραγωγής στην Ουκρανία με ετήσια έλλειψη 63 εκατ. τόνων σιτηρών από την αγορά, δεν ξέρω τι πρέπει να λέμε, αλλά σίγουρα ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, ως μόνιμη εναλλακτική λύση.
Ανεξαρτήτως όμως της σημερινής τιμής, όλη την περίοδο 2023-27, οι αγρότες πρέπει να ενισχυθούν με κάθε χρηματοδοτικό εργαλείο και οι απειλούμενες από τον πόλεμο καλλιέργειες να επιδοτηθούν. Ασφαλώς πριν εξασφαλιστεί η αύξηση της παραγωγής, επιβάλλεται να μεσολαβήσει το μεταβατικό στάδιο της αποθήκευσης, ώστε να μην υπάρξει καμιά ανασφάλεια, που θα προκαλέσει άλλο ένα κύμα ακρίβειας στους καταναλωτές υπό τον φόβο των ελλείψεων, αλλά και του περιορισμού των εξαγωγών που επιβάλλονται από άλλες χώρες.