– Υψηλό κόστος παραγωγής, μείωση αγροτικού εισοδήματος και πτώση των τιμών στα προϊόντα
Προβληματισμένοι από το υψηλό κόστος παραγωγής, τη μείωση του γεωργικού εισοδήματος και από την πτώση των τιμών στα αγροτικά προϊόντα εμφανίζονται οι Έλληνες αγρότες, όπως προκύπτει από την Πανελλαδική Αγροτική Έρευνα «Ετοιμότητα & ευαισθητοποίηση του αγροτικού πληθυσμού σε σχέση με τον πράσινο & ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής γεωργίας» την οποία παρουσίασε ο αναπληρωτής καθηγητής, Τμήμα Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νικόλαος Παναγιώτου, κατά πρώτη ημέρα του 8ου Πανελλήνιου Συνεδρίου για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Γεωργίας που διοργανώνει η GAIA EΠΙΧΕΙΡΕΙΝ με θέμα «Το Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ: Προτεραιότητες και Προϋποθέσεις για την Πράσινη και Ψηφιακή Μετάβαση του Συστήματος Τροφίμων».
Όπως τόνισε κατά την αρχή της ομιλίας του ο κ. Παναγιώτου «τα αποτελέσματα της μελέτης που εκπονήσαμε αποτυπώνει κρίσιμα στοιχεία και μπορούν να αποτελέσουν έναν οδικό χάρτη για να αποτυπωθεί και να αναδειχθούν οι απαραίτητες πολίτικες».
Απαισιόδοξο και αδιάφορο είναι ένα 59% των ερωτηθέντων σχετικά με το μέλλον, με το υψηλό κόστος παραγωγής (82%), τη συρρίκνωση του γεωργικού εισοδήματος (73%) και την πτώση των τιμών των γεωργικών προϊόντων (71%) να αποτελούν τα κύριες αιτίες ανησυχίας του αγροτικού κόσμου.
Ελάχιστα έως καθόλου ενημερωμένο σχετικά με την Κοινή Αγροτική Πολιτική που θα εφαρμοστεί μετά το 2023 στην Ευρωπαϊκή Ένωση δηλώνει το 73% των ερωτηθέντων, ενώ μόλις το 28% γνωρίζει ότι η ψηφιοποίηση αποτελεί οριζόντιο στόχο αυτής.
Ως ιδιαίτερα θετική αποτυπώνεται η στάση των ερωτηθέντων απέναντι σε γενικές έννοιες που σχετίζονται με την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση (γνώση 82%, καινοτομία 72%, προσαρμοστικότητα/αλλαγή 65%, ψηφιακή τεχνολογία 63%, πράσινη οικονομία 62%).
Επτά στους δέκα ερωτηθέντες (72%) υπογραμμίζουν ότι η οικολογική μετάβαση δεν θα πρέπει να θέσει σε κίνδυνο την παραγωγικότητα/ανταγωνιστικότητα του αγροτικού τομέα.
Αποτρεπτικοί παράγοντες για τη χρήση των νέων τεχνολογιών στον κλάδο αποτελεί η έλλειψη χρηματοδότησης (38%), η έλλειψη πόρων (28%) και η έλλειψη γνώσης και ενημέρωσης για τα οφέλη της τεχνολογίας (13%).
Γρήγορη πρόσβαση στο διαδίκτυο έχει ένα 60% των ερωτηθέντων ενώ ένα 82% των ερωτηθέντων χαρακτηρίζουν το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων τους μέτριο/χαμηλό. Ένα ποσοστό 67% δηλώνει ότι δεν χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για την διευκόλυνση, τη βελτίωση ή την παρακολούθηση της αγροτικής δραστηριότητας.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αυτοεικόνας των αγροτών, προκύπτει ότι έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση σε σχέση με το κατά πόσο μπορούν να τους εμπιστευτούν τόσο οι καταναλωτές (77%) όσο και δυνητικοί συνεργάτες από άλλους παραγωγικούς κλάδους (73%). Όσον αφορά τη σχέση τους με την κοινωνία και τους καταναλωτές, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (59%) θεωρεί ότι η ελληνική κοινωνία έχει κακή/μάλλον κακή εικόνα γι’ αυτούς, ενώ σε σχέση με τις ευθύνες τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο τις εντοπίζουν με διαφορά σε ζητήματα που συνδέονται με την οικολογία, δηλαδή στον περιορισμό της χρήσης των φυτοφαρμάκων (57%) και στην προστασία του περιβάλλοντος/αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (56%).
Το 66% των παραγωγών αισθάνεται υπεύθυνο για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, και τονίζουν ότι σύμφωνα με τους ίδιους, οι κύριοι παράγοντες που φέρνουν την ευθύνη για την μετάβαση είναι το κράτος (63%), οι πολιτικές της ΕΕ με έμφαση στην ΚΑΠ (34%), καθώς και τα συλλογικά σχήματα, δηλαδή οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι ομάδες και οργανώσεις παραγωγών (33%).
Η αύξηση της παραγωγικότητας (53%), η μείωση του κόστους παραγωγής (39%) και η αποτελεσματικότερη προστασία από κινδύνους (25%) αποτελούν τους κύριους λόγους που οδήγησαν τους αγρότες να κάνουν χρήση των νέων τεχνολογιών. Κίνητρα που θα λειτουργούσαν ενθαρρυντικά για τη χρήση νέων τεχνολογιών είναι η χρηματοδότηση (42%) και οι εθνικές/ευρωπαϊκές πολιτικές στήριξης (20%).
Αρνητικά απάντησε ένα 62% των ερωτηθέντων στο ερώτημα αν έχει λάβει ποτέ υποστήριξη από γεωργικό σύμβουλο. Σημειώνεται ότι μεταξύ εκείνων που αξιοποιούν τις γεωργικές συμβουλές, ο βαθμός ικανοποίησης είναι ιδιαίτερα υψηλός (77%), ενώ θα πρέπει να τονιστεί ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων οι αγρότες απευθύνονται στους γεωπόνους των αγροτικών συνεταιρισμών (39%), σε ιδιωτικά γραφεία συμβούλων (24%) ή σε καταστήματα αγροεφοδίων (20%) και πολύ λιγότερο στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες (8%).